ἀκρέμιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρέμιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκρέμιστος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀκρέμιγος Πόντ.(Τραπ.) ἀγκρέμιστος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Τραπ.) ἀgρέμιστος Κρήτ. ἀγκρέμνιστος Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀγκρένιστε Τσακων. ἀγρέμιστος Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κρεμιστὸς<κρεμίζω, δι’ ὃ ἰδ. γκρεμίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ κρημνισθείς, ὁ μὴ καταπεσών, ἀκρήμνιστος, ἔνθ’ἀν.: ’Σ τὸ σεισμὸ δὲν ἔμεινε τοῖχος ἀγκρέμιστος ᾿Αρκαδ. Ἡ μηλεˬὰ ἔχει ἀκόμη πολλὰ μῆλα ἀκρέμιστα Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/