ἀρμέγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμέγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρμέγω, ἀλμέγω Ἤπ. (Ζίτσ.) Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ. Σινασσ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀλιμέγω Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀλμὲζω Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Τελμ. Φερτ.) ἀρμέγω κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) ἀρμέω Ἀμοργ. Ἄνδρ. Ἀπουλ. (Καλημ.) Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. Καλαβρ. Κάρπ. Κέως Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ. κ.ἀ.) Παξ. Σεριφ. Σίφν. κ.ἀ. ἀρμέγου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πελοπν. (Μάν.) ἀρμέου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀρμέζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀϊμέγου Σαμοθρ. ἀρbέου Σκῦρ. ᾿λιμέζω Καππ. (Φάρασ.) ᾽ρμέω Κίμωλ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. ᾽ρουμέω Σύμ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀρμέγω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀμέλγω διὰ τοῦ διαμέσου τύπ. ἀλμέγω γεννηθέντος κατὰ μετάθεσιν τοῦ λ. ᾽Ιδ. ΓΧατζιδ. ἐν ’Επιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 13 (1917) 189. Ὅτι ἡ λ. μεσν. μαρτυρεῖ τὸ οὐσ. ἀρμεγάδι, ὃ ἰδ. Περὶ τῆς τροπῆς τοῦ λ. εὶς ρ πβ. ἀδελφὸς-ἀδερφός, ἅλμη-ἅρμη κττ. Περὶ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ι ἐν τῷ ἀλιμέγω ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,4.
Σημασιολογία
1) ’Εκπιέζων τοὺς μαστοὺς ζῴου ἐξάγω τὸ γάλα, ἀμέλγω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σίλατ. Σινασσ. Τελμ. Φάρασ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρωμν. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀρμέγω τὴν ἀγελάδα-τὴν κατσίκα-τὸ πρόβατο-τὰ γαλάριˬα-τὰ πράματα κττ. κοιν. Ἀλμέγω τὴν ἀγελάδαν Κερασ. Ἀρμέγου τὴ γίδα καὶ τυροκομοῦ Μάν. Ἀλμέγω τ᾿ αἰίδ’-τὸ πρόβατον-τὸ χτῆνον Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. ᾿Ελίμεξα τὸ ζῷ Ὄφ. Χαοῦ τὸ ζῷ ζόρικα ἀλιμέεται (αὐτὸ τὸ ζῷον δύσκολα ἀμέλγεται) Ὄφ. Τὸ χτῆνο μ᾿ ἄλλο ’κ’, λμέχκεται (ἡ ἀγελαδα μου δὲν ἀρμέγεται πλέον. ᾿κ᾽ λμέχκεται ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀλμέχκεται) Κοτύωρ. || Φρ. Ἕνα γάλα τὴν ἀρμέγω (λ.χ. τὴν ἀγελάδα, ἤτοι ἅπαξ τῆς ἡμέρας τὴν ἀμέλγω) Σῦρ. Βάλ’ τα πάλι νὰ τ’ ἀρμέξουμε (ἐπὶ τῶν ἐπανερχομένων εἰς τὸν αὐτὸν λόγον ἢ τὴν αὐτὴν πρᾶξιν) πολλαχ. Ἄιτι νὰ τ᾿ς ἀρμέξουμι (νὰ οὐρήσωμεν) Μακεδ. (Βλάστ.) || Παροιμ. φρ. Καλὴ ἀγελάδα βρῆκε κι ἀρμέγει! (ἐπὶ τοῦ ποικιλοτρόπως ἀποσπῶντος παρά τινος χρήματα ἤ ἄλλας ὑλικὰς ὠφελείας). Τὸν ἔχει ἀγελάδα καὶ τὸν ἀρμέγει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. Πίσω νὰ τ’ ἀρμέξωμε (ἐπὶ ἐπαναλήψεως ἀποτυχόντος ἔργου) Πελοπν. (Γορτυν.) Φέρ᾿τα νὰ τ᾿ ἀρμέξωμε (ἐπὶ παρουσιαζομένης δυσκολίας ἢ ἀνεπανορθώτου κακοῦ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Βάρ’ τα πίσου νὰ τ’ ἀρμέξουμι (ἐπὶ ἀνωφελοῦς πλέον ἐπαναλήψεως συζητήσεως) Μακεδ. (Καταφύγ.) Βάλε τα πίσω νὰ τ’ ἀρμέξωμε (ἐπὶ δυστρόπου ἐπαναφέροντος πάντοτε τὰς αὐτὰς ἀντιρρήσεις) Κρήτ. || Παροιμ. Ἄρμεγε λαγοὺς καὶ κούρευε χελῶνες (ἐπὶ ματαιοπονίας) πολλαχ. Μᾶς ἐφάγαν τὸ χορτάρι, βάρ’ τα νὰ τ’ ἀρμέξουμε (ἐπὶ τοῦ ζητοῦντος προφάσεις τιμωρίας ἢ ἐκδικήσεως) Πελοπν. (Λακων.) Θέλεις ρούφα κιˬ ἄρμεγε, θέλεις ἄρμεγε καὶ ρούφα (ἐπὶ ἔργων ὁμοίων ἐν τῇ παρουσιαζομένῃ δυσκολία κατὰ τὴν ἐκτέλεσιν) Ἤπ. || ᾊσμ. ’Κόμαν τὸ Γιˬάννεν ᾿κ᾿ ἔλουσα καὶ ’ς σὸ κουνίν ’κ’ ἐθέκα, ’κόμαν τὰ χτήν ᾿κ᾽ ἔλμεξα καὶ ’ς σὸ μαντρὶν ᾿κ᾽ ἐφέκα Πόντ. Κιˬ ἀκμὴν τὸν Γιˬάννη ᾿κ᾿ ἔλουσα, ’ς τὸν ἅγι-Γιˬάννη ᾿κ’ ἔθηκα, κιˬ ἀκμὴν τὰ χτήνιˬα ᾽κ᾿ ἔλμεξα, μεσημέριν ᾽κ᾿ ἐποίκα Καππ. Καὶ ἀμτβ. παράγω γάλα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Τὸ μονο βύζικο ζῷ ’κεῖνο ἀρμέει πλε͜ιότερο, μάτι νὰ μὴ dὸ πιˬάσῃ, παρὰ νά ’θεν ἔχει τέσσερεις ρῶες. β) Συνθλίβω, πιέζω τι πρὸς ἐξαγωγὴν ὑγροῦ ἢ ἄλλου τινός, ἐκπιέζω Ἀμοργ. Ἤπ. κ.ἀ.: Ἀρμέου τοὺ προυσκά’ γιὰ νὰ βγῇ οὑ ἔμπυˬους (προυσκά’=δοθιὴν) Ἤπ. Ἀρμέγω τὸ πιτσουλικὸ (πιάνω τὸν φελλὸν τοῦ σάκκου τῆς τράτας καὶ τὸν τινάζω διὰ νὰ ἔλθουν τὰ ψάρια ἐμπρὸς) Ἀμοργ. 2) Μεταγγίζω, ἐπὶ οἴνου μεταφερομένου ἀπὸ τοῦ ληνοῦ εἰς βαρέλλια Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Λάστ. κ.ἀ.): Ἀρμέγω τὸ κρασὶ Καλάβρυτ. Κορινθ. 3) Δρέπω, συλλέγω, ἐπὶ καρπῶν συνήθως τῆς ἐλαίας κατὰ τρόπον ἀμέλξεως (ἰδ. ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 46 <1935> 214) Ἀμοργ. Ἤπ. (Πρέβ.) Πελοπν. (Ἀργολ.) κ.ἀ.: Ἀρμὲγω τοὶς ἐλα͜ιὲς Ἀμοργ. Ἀργολ. Πρέβ. β) Κατ’ ἐπέκτ. πορίζομαι Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.: Ἀποὺ ᾽κεῖν᾽ τ᾿ ἀμπιλά’ ἀρμέου κὶ ζῶ Αἰτωλ. Ἔ’ κἄτ’ χουραφάκιˬα, οὕλ’ ἀποὺ ᾿κεῖν᾿ ἀρμέει αὐτοθ. 4) Μεταφ. λαμβάνω συνεχῶς παρά τινος χρήματα ἢ ἐπιτυγχάνω ἄλλας ὠφελείας πολλάκις δι’ ἐπιμόνων καὶ ὀχληρῶν αἰτήσεων ἣ καὶ λάθρᾳ, ἐκμεταλλεύομαι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ Χαλδ. κ.ἀ.) Τὸν ἀρμέγει. Τὸν ἄρμεξε δυνατά. Τὸν ἀρμέξανε καλὰ κοιν. Του πιδὶ ἄρμιξι τοὺν πατέρα τ᾿ Ἤπ. Καλὰ τοὺν ἀρμέξανι Σάμ. Ἔχου τ᾿ς γουνέουζ-ου-μ’ ἀκόμα κιˬ οὕλου κἄτ’ ἄρμέου (ἔχω τοὺς γονεῖς μου ἀκόμη καὶ συνεχῶς κἄτι τοὺς παίρνω) Αἰτωλ. Ἄ σὲ ᾿ρουμέξῃ θέλει (᾽ὰ=θὰ) Σύμ. Ἀλμὲγω ἕναν ποῦ ζουμίζ’ (ποῦ ζουμίζει, ἔχει ζουμί, χρήματα) Τραπ. Καλὰ καλὰ ἔλμεξεν ἀτον Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Ἤρμεξέ με ὥς τὸ κόκκαλο (μοῦ πῆρε ὅ,τι εἶχα) Κρήτ. Συνών. τρυγῶ. Πβ. ἀρμεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA