γλωσσόκομπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλωσσόκομπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γλωσσόκομπος ὁ, Κεφαλλ. Κῶς γλωσσόκουμπους Εὔβ. (Ἄκρ.) γλωσσόκομπο τό, Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γλῶσσα καὶ κόμπος.

Σημασιολογία

Γλωσσοδέτης 2, τὸ ὁπ. β.λ, ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἀκοῦς τί σὶ ρουτάου; Τοὺ γλυοσσόκουμπου ἔ’ς; Ἄκρ. Σ’ ἔπιˬασε-μ-πάλι ὁ γλωσσόκομπος καὶ δὲ-μ-μιλᾷς; Κῶς || Φρ. Τὸ γλωσσόκομπο τὸν ἔπιˬασε (δὲν ὡμίλησε ἢ ἐσιώπησεν αἰφνιδίως) Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/