ἀκριβοθυγατέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοθυγατέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκριβοθυγατέρα ἡ, Εὔβ (Κύμ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Μάν.) κ. ἀ. ἀκριβοδυχατέρα Πελοπν. (Γορτυν. Κορινθ. Λάστ. Σουδεν.) -ΚΠαλαμ. Τραγούδ. Πατρ. 25
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβὸς καὶ τοῦ οὐσ. θυγατέρα.
Σημασιολογία
Ἡ λίαν προσφιλὴς θυγάτηρ, συνήθως ἐπὶ μονογενοῦς ἔνθ’ ἀν.: Ἄσμ. Μιˬὰ μάννα εἶχε ὄμορφη ἀκριβοθυγατέρα Κύμ. Νίσυρ. Ἔ, Κατερῖνα, χήνα μου, | ἀκριβοθυγατέρα μου, τ᾿ ἤτανε τοῦτο πὄκαμες ! Μάν. Εὐτοῦνο εἶν᾿ τῆς τούπας μ᾿, τσ᾿ ἀκριβοδυχατέρας. -Μανούλλα, ἐγώ ’μαι ἡ τούπα σου, ἡ ἀκριβοδυχατέρα (τούπα₌κόρη) Σουδεν. - Ποίημ. Μ’ ἀνάθρεφ’ ὁ πατέρας μου ἀκριβοθυγατέρα κι ὁ δόλιˬος ἐλαχτάριζε γιˬὰ μένα νύχτα μέρα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀκριβοκορούλλα. Πβ. καὶ ἀκριβογιˬός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA