ἀκριβολιμπίζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβολιμπίζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβολιμπίζομαι Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. λιμπίζομαι.
Σημασιολογία
Λίαν ὀρέγομαι, ἐπιθυμῶ τι: Ἆσμ. Νὰ πιˬάνω τὸ τραντάφυλλο | νὰ τ’ ἀκριβολιμπίζωμαι νὰ τὸ μοσκομυρίζωμαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA