ἀκριβοπληρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοπληρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκριβοπληρώνω σύνηθ. ἀκριβοπλερώνω Ζάκ. κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ ἀκριοπλερώνω Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀκριβὰ καὶ τοῦ ρ. πληρώνω.
Σημασιολογία
Πληρώνω τὴν ἀξίαν πράγματος εἰς τιμὴν ὑπερτέραν τῆς συνήθους, πληρώνω ἀκριβὰ ἔνθ’ ἀν. : Τ᾿ ἀκριβοπλήρωσα, μὰ εἶναι καλὸ πρᾶμα σύνηθ. || Ἆσμ. Τοῦ ἀργαλε͜ιοῦ τὸν ἀλατζᾶ τρώει ἡ Βενετία καὶ ἀκριβοπλερώνεται καὶ ’ς τ’ ἄλλα τὰ νησία Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA