ἀκριβοσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκριβοσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκριβοσύνη ἡ, Ἄνδρ. (Κόρθ) ’Ιων. (Σμύρν.) Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβός.

Σημασιολογία

1) Φιλαργυρία, γλισχρότης Ἄνδρ. (Κόρθ.) : Ἔι, ἀκριβοσύν’ ἡ δεῖνα ! (πόσην φιλαργυρίαν ἔχει!) Κόρθ. 2) Ἡ ὑπερβολικὴ ἐκτίμησις καὶ ἀγάπη πρός τι Ἰων. (Σμύρν.) Μεγίστ.: Ἆσμ. Ποῦ μ᾽ ἔχει μάννα μ᾿ ἀκριβὴ | κι ὁ κύρις μου καλλιούτερη κιˬ ἀφ᾽ τὴν ἀκριβοσύνη μου | χρουσὸν κλουβί μ᾽ ἐκάμασι Μεγίστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/