ἀστοχιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστοχιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀστοχιˬὰ ἡ, ἀστοχία Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύθν. Μέγαρ. ἀστοχιˬὰ σύνηθ. ἀστουχιˬὰ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀστοιˬὰ Κύπρ. (Λεμεσ. κ.ἀ.) ἀστόχιˬα Ἤπ. Θήρ. Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σάμ. ᾽στοχία Μέγαρ. ᾿στοχιˬὰ Ἤπ. Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.) ἀναστοχιˬὰ Θρᾴκ. ἀναστουχιˬὰ Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) ἀστοχέα Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀστοχία.

Σημασιολογία

1) ᾽Αποτυχία σύνηθ.: Παναγιˬά μου, ἀστοχιˬά! (εὐχὴ κατὰ τὴν παιδιὰν τῆς σφαίρας, νὰ ἀποτύχῃ τοῦ στόχου ὁ ἀντίπαλος) Σκῦρ. ᾿Αστοχιˬὰ ᾿ς τὸ λόγο σου, δάκω τὴ γλῶσσα σου! ΑΠαπαδιαμ. Πεντάρφ. 95 || ᾌσμ. ’Στοχιˬὰ ’ς τὸ λόγο, μπράτιμε, ᾽στοχιˬὰ ᾿ς τὸ λόγο ποῦ ᾽πες Ἤπ. ᾽Ι͜ὰ μένα ’βρέθην ἀστοχιὰ | νά ’μαι τόσο πολὺ φτωχε͜ιὰ Νάξ. (᾿Απύρανθ.) 2) ᾽Αφορία καρπῶν, σιτοδεία, ἔλλειψις εἰσοδημάτων Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ.) Θεσσ. Θήρ. Κάρπ. Κέρκ. Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.) Κύθν. Κύπρ. (Λεμεσ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Νάξ. (Φιλότ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Σάμ: Ἐφέτος ἦταν ἀστοχιˬὰ ’ς τὰ σιτάριˬα -'ς τ’ ἀμπέλιˬα -᾿ς τοὶς ἐλα͜ιὲς πολλαχ. Φέτος ἔχουνε ἀστοχία τὰ δεdρὰ (αἱ ἐλαῖαι) Μέγαρ). ’Σ τὰ σπαρτὰ ἤτανε ἀστόχιˬα Μάν. Μεγάλη ἀστοχιˬὰ ἤπιˬασε τὰ σπαρμένα ὀφέτος Κατσιδ. Ἐφέτι εἴχανε ἀστοχιˬὰ οἱ μέλισσες Νάξ. (Φιλότ.) Μεγάλην ἀστοχιˬὰ ἤτον᾽ ἐφέτι ᾿ς τὴ θάλασσα, μήτε ψάρ’ ἐφάνηκε μήτ’ ἀχταπόδι μήτε διˬάολος Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Ὅπου δῇς πολλὰ ἀμπέλιˬα εἶνι ἀστόχιˬα Σάμ. || Παροιμ. Κοντὰ ’ς τὴ φτώχε͜ια ἦρθε κ᾿ ἡ ἀστόχιˬα (ἐπὶ ἀλλεπαλλήλων δεινῶν) Λακων. ’Σ τὴν ἀστοιˬὰν φελᾷ ταὶ τὸ χαλάζιν (συνών. παροιμ. ’ς τὴν ἀναβροχιˬὰ καλὰ εἶναι καὶ τὸ χαλάζι) Κύπρ. Γνωμ. Ἡ πολλὴ σπορὰ νικᾷ τὴν ἀστοχιˬὰ (ὁ πολλὰ σπείρων καὶ ἐν περιπτώσει ἀφορίας κἄτι θὰ συγκομίσῃ) πολλαχ. Ἡ ἀροσπορέα νικᾷ τὴν ἀστοχέαν (τὰ ἀραιῶς σπειρόμενα εὐδοκιμοῦν καὶ εἰς ἐποχὴν ἀφορίας) Κάρπ. Συνών. ἀστοχίλα. 3) Ἔλλειψις ἐργασίας, ἀεργία, ἀπραξία Θήρ. Πάρ. Σάμ. Τώρᾳ ’χουμι ἀστουχιˬὰ Σάμ. ᾽Αστοχιˬὰ ’ς τὴν τέχνη σου! (εἴθε νὰ μὴ εὑρίσκῃς ἐργασίαν! ᾿Αρὰ) Θήρ. Ποῦ νά ’χῃ ἀστοχιˬὰ ἡ τέχνη του! (ἀρὰ κατὰ ἰατρῶν, φαρμακοποιῶν, νεκροθαπτῶν, φερετροποιῶν κττ.) Πάρ. 4) Δυστυχία Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Εὔβ. (Κύμ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. (Θεσσαλον. Καταφύγ.) Μέγαρ. Πελοπν. (Λακων. Σουδεν. Τρίκκ.) Σίφν. Στερελλ. (Ἄμφ.) - ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 7 – Λεξ. Βυζ. Περίδ.: ’Αστόχιˬα νὰ τοῦ ’ρθῃ! (ἀρὰ) Λακων. ’Αστοχιˬὰ νά ᾽χῃς! Λεξ. Αἰν. ’Αστοχιˬά σου! Λακων. Ἄχ, ἀναστουχιˬά σ᾽! ᾿Αδριανούπ. ’Αστοχιά σου ποῦ θὰ κάνῃς ἐσὺ προκοπή! (ἀλοίμονόν σου, δὲν θὰ κάμῃς ποτὲ προκοπὴν) Κύμ. Τί τοῦ ’ρθε, ᾽στοχιˬά του! Σουδεν. Λοιπὸν εἶσαι ἕτοιμος γιˬὰ τὸ κλαρὶ κ' ἐσύ; τρομάρα μου, ἀστοχιˬά μου! ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Ἄς βάλουμι κὶ τ’ν ἀστουχιˬὰ μοῖρα (ἄς σκεφθῶμεν ὅτι ὡς ἄνθρωποι δυνάμεθα νὰ περιπέσωμεν εἰς συμφορὰν) Μακεδ. Καύγω τὴν ἀστοχιˬὰ νά ᾿ρθ’ ἡ πιτυχιˬὰ (λέγεται καθ’ ἣν στιγμὴν ρίπτουν εἰς τὴν πυρὰν τὸν Μάην κατὰ τὴν ἑσπέραν τῆς 23 Ἰουνίου παραμονῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου) Ἄνδρ. 5) ᾽Απερισκεψία, ἀνοησία Ἤπ. Θήρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κρήτ. Κύπρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) Σάμ. - Λεξ. Βυζ.: ᾽Από τὴν ἀστόχιˬα του τό ’παθε Θήρ. ᾽Dά ἀστοχίες μᾶς λέεις! (dά = τί) Μέγαρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνογιˬά. 6) Πλάνη, σφάλμα Ἤπ. - Λεξ. Περίδ. Ἡ. σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Πολύβ. 7, 5, 6, «εἰς τηλικαύτην ἀστοχίαν ἐνέπεσε». 7) ᾿Αδεξιότης, ἀνεπιτηδειότης ἰδίως ἐξ ἀπροσεξίας Ἤπ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) - Λεξ. Δημητρ.: ᾿Αστοχιˬά σου! (φρ. ἐπιπληκτικὴ πρὸς τὸν ἀδεξίως εἰπόντα ἢ ἐκτελέσαντά τι) ᾿Αρκαδ. Μὲ τὴν ἀστοχιˬά της δὲ μᾶς ἄφησε γυˬαλικὸ γερὸ Λεξ. Δημητρ. 8) Λόγος ἀδέξιος, ἀσυνάρτητος Σίφν.: Μ’ αὐτὴ τὴν ἀστοχιˬά σου τὰ χάλασες. ΙΧ) Πληθ. ἀστοχιˬὲς οἰ, εἶδος παιδιᾶς μὲ σφαῖραν παιζομένην μεταξὺ δύο ἀντιπάλων ὁμάδων ἢ ἀτόμων Εὔβ. (Αὐλωνάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/