ἀκριβοχέρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριβοχέρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκριβοχέρης ὁ, Λεξ. Γαζ. (λ. κνιπός) Περίδ. ᾽Ηπίτ.-ΓΜαρκορ. Μικρὰ ταξίδ. 86 ἀκριβόχερος Λεξ. Κομ. Λάουνδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀκριβός καὶ τοῦ οὐσ. χέρι. Ὁ τύπ. ἀκριβόχερος καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἀκριβό χέρι, φειδωλός, γλίσχρος ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Ἄλλ’ ἂν ἡ τύχη ἐφάνηκε μαζί σου ἀκριβοχέρα ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκριβοτζάντζαλος, ἀντίθ. ἀνοιχτοχέρης, ἁπλοχέρης, σκορποχέρης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA