ἀκριδολογῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκριδολογῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκριδολογῶ Ἤπ. Κεφαλλ. Λευκ. Πελοπν. (Δημητσάν. Καλάβρυτ Κορινθ. Μάν. Μεσσ. κ. ἀ.) ἀκριδουλουγῶ Σάμ. Στερελλ. (Γαρδίκ) κ. ἀ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀκριδολογῶ.

Σημασιολογία

1) Συλλέγω ἀκρίδας ἔνθ’ ἀν. : Παροιμ. Ἡ ἀλεποῦ εἶχε ἀργατε͜ιὰ κ’ ἐκείνη ἀκριδολόγα (ἐπὶ τοῦ ὀλιγωροῦντος τὰς ἐργασίας του καὶ ἀσχολουμένου εἰς ἄλλα ἐπουσιώδη καὶ διὰ τοῦτο βλαπτομένου. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,456. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγαῖς κ. ἀ.) Κεφαλλ. Πελοπν. Ἡ παροιμ. καὶ μεσν. Πβ. Πλανούδ. 257 (ἔκδ. EKurtz σ. 45) «ἡ ἀλώπηξ εἶχεν ἐργάτας, ἡ δὲ ἠκριδολόγει». β) Μεταφ. συλλέγω ἐσοδείαν μικρὰν Πελοπν. (Μεσσ. κ. ἀ.): ᾽Ακριδολόγησα ’φέτο ἀπὸ τοὶς ἐλα͜ιές. γ) Ματαιοπονῶ Στερελλ (Γαρδίκ) 2) Καθαρίζω, τακτοποιῶ, ἰδίᾳ ἐπὶ κτημάτων ἤ δένδρων, τὰ ὁποῖα καθαρίζω ἀπὸ ἀκάνθας καὶ πᾶν βλαβερὸν Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/