ἀκριμάτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριμάτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκριμάτιστος ἐπίθ. Ἤπ. Κρήτ. Σύμ. κ. ἀ. -Λεξ. Λάουνδ. Ἠπίτ. -ΛΜαβίλ. Ἔργα 21 ἀκριμάτ’στους Ἤπ. (Χουλιαρ.) Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κριματιστὸς<κριματίζω. Ἡ λ. καὶ ἐν τῷ ᾽Ερωτοκρ. Ε 1544 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ποῦ νὰ βρεθῇ ἀκριμάτιστος, ὅντε τὸν πάρ’ ὁ Χάρως».
Σημασιολογία
Ὁ μὴ διαπράξας κρίματα, ἁμαρτίας ἔνθ᾽ ἀν. : Πέθαν’ ἀκριμάτιστ’ ἡ μακαρίτ’σσα Χουλιαρ. Δὲν εἶν᾽ κἀένας ἀκριμάτιστους σί τοῦτον τούν dουνιˬᾶ αὐτόθ. Γιˬὰ νά’ σαι ἀκριμάτιστος . . . . μὲ ἰσιˬάδα θὰ τὰ σιˬάξουμε ΛΜαβίλ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀναμάρτητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA