ἄκριτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκριτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄκριτα ἐπίρρ. (ΙΙ) Πελοπν. (Βούρβουρ. Λακεδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄκριτος (ΙΙ).

Σημασιολογία

Χωρὶς νὰ ὁμιλήσῃ τις, ἀμίλητα ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔφυγε ἄκριτα Βούρβουρ. Ἡ κακοdέλα ἡ γυναῖκα ἐπῆε ᾿ς τὸ σπίτι ἄκριτα, διˬαβάσματα δεξιά, διˬαβάσματα ἀριστερά, τρόμαξε δέκα ἡμέρες γιˬὰ νὰ κρίνῃ (περὶ γυναικός, ἥτις εἶδε φαντάσματα) Λακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/