ἄκριτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκριτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄκριτος ἐπίθ. (Ι) σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.Σάντ.) ἄκριτε Τσακων. ἄκριστος Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄκριτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄνευ κρίσεως, ἀδίκαστος Πελοπν. (Λακων.)Πόντ. (Τραπ.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. β) Ὁ μὴ ἐξομολογηθεὶς καὶ μὴ μεταλαβὼν τῶν ἀχράντων μυστηρίων Πελοπν. (Λάκων) ᾿Απέθανε ὁ δυστυχισμένος ἄκριτος. Ἄκριτος πάει’ς τὴν κόλασι. γ) ᾿΄Αδικος, ἄνομος Πόντ. (Κερασ): Ὁ θεὸς νὰ κρίν’ τον τὀν ἄκριτον! (κρι’ν' ἀτον ἀντὶ κρίνῃ ἀτον) ΙΙ Ἆσμ. Ἔλα͵ Χριστέ μ’ ἀληθινέ μ’, Χριστέ μ᾿ καὶ πιστεμένε μ᾿, ἔλα κρῖσον τοὺς ἄκριτους καὶ ὅλους τοὺς δικαίους. δ) Ἄσπλαγχνος, κακοῦργος Πόντ. (Κοτύωρ.) 2) ᾿Αστόχαστος, ἀσυλλόγιστος, ἀπερίσκεπτος σύνηθ. καὶ Πόντ (Κοτύωρ. Σάντ.) Τσακων. κ. ἀ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Πολύβ 3,19,9 «θάρσος καὶ τόλμα ἀλόγιστος καὶ ἄκριτος». 3) ᾿Αναιδὴς Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA