ἀκριώτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκριώτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀκριώτης ὁ, ἀμάρτ. Θηλ. ἀκριˬώτ’σσα Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄκριˬα, δι᾿ ὃ ἰδ. ἄκρα.
Σημασιολογία
Ὁ κατοικῶν ἐν τῷ ἄκρῳ τῆς πόλεως ἢ τοῦ χωρίου, συνήθως ὀνειδιστικῶς. Συνών. ἀκρινὸς 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA