ἀκρο-

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρο-

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀκρο- σύνηθ.

Ετυμολογία

Θέμ. τοῦ ἐπιθ. ἄκρος. ᾿Εκ τῆς σημ. τοῦ ὑπάρχειν ἐν τῇ ἄκρα καὶ τῆς σημ. τῆς ἐπιπολῆς προῆλθεν ἀρχαιόθεν ἡ σημ. τοῦ ὀλίγον τι, κατ’ ἀρχὰς μὲν εἰς ἐπίθετα καὶ οὐσιαστικά, οἷον: ἀκρόζεστος, ἀκρόζυμος, ἀκρολίπαρος, ἀκροσαπής, ἀκροχλίαρος κττ., ἔπειτα δὲ ἐν τῷ μέσῳ αἰῶνι καὶ εἰς ρήματα, οἷον: ἀκρογέρνω, ἀκροκαρτερῶ, ἀκροξυσπάζω. Σήμερον ἡ τοιαύτη σύνθεσις εἶναι συνήθης. Πβ. Κορ Ἄτ. 2,27, ΣΚουμαν. Συναγ. λέξ. ἀθησαυρ. ἐν λ. ἀκροκαρτερεῖν καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,478 καὶ 2,583 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 16 (1904) 296. Συντίθεται μετὰ ρημάτων, ἐπιθέτων καὶ οὐσιαστικῶν πρὸς δήλωσιν ὑποκορισμοῦ τῆς σημ. αὐτῶν, ἤτοι τοῦ ὀλίγον τι, οἷον: ἀκρακούω, ἀκράναλος, ἀκράνοιγμα, ἀκρανοίγω, ἀκραργῶ, ἀκροβάλλω, ἀκρόβραστος͵ ἀκροβρέχει, ἀκρογελῶ, ἀκρογερνῶ, ἀκρογονατίζω, ἀκροθέλω, ἀκροθολός, ἀκροκιτρινίζω,ἀκροκλίνω, ἀκροκοιμοῦμαι, ἀκροκουτσαίνω, ἀκροκρυώνω, ἀκρομέλανος, ἀκροπυρώνω, ἀκροσυννεφιˬάζω, ἀκροσφυρίζω, ἀκροπεινῶ, ἀκροτραγουδῶ, ἀκροτρώγω, ἀκροφαίνομαι, ἀκροφυσῶ, ἀκροψιχαλίζει κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/