ἀρμήνευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρμήνευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀρμήνευτος ἐπίθ. Ρόδ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀρμηνεύω. Περὶ τῆς στερητικῆς σημ. τοῦ ἀρκτικοῦ α καταστάντος τοιούτου διά του ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ τυχών συμβουλῶν, ἀνουθέτητος ἔνθ’ ἀν.: Παιδὶν ἀρμήνευτο Σύμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/