ἄστραμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄστραμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄστραμμα τό, Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) - Μποὲμ ᾽Αγριολούλ. 104 ἄστρεμμα Ἀπουλ. (Κοριλ.) ἄστρεμ-μα ᾿Απουλ. ’στρέμ-μα ᾿Απουλ. (Καλημ. Μαρτ. Τσολλῖν. κ.ἀ.) ᾿στράμ-μα Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀστράφτω.
Σημασιολογία
’Αστραπὴ ἔνθ’ ἀν.: Χαλοῦσε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο ἀπὸ τ’ ἄστραμμα Μποέμ ἔνθ’ ἀν. Ἀπόψε ἔκανε κἄτι ἀστράμματα που φαινόταν πῶς θὰ ρίξῃ θάλασσα νερὸ Τριφυλ. Κάν-νει ᾽στρέμματα (ἀστράπτει) Ἀπουλ. Συνών. ἰδ. ἐν. ἀστραπή 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA