ἀκροκλώναρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροκλώναρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκροκλώναρο τό, ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 196.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. κλωνάρι.

Σημασιολογία

Τὸ ἄκρον τοῦ κλάδου: Ἐκαθόταν ’ς τ’ ἀκροκλώναρα τῶν δένδρων κ’ ἐμύτιζε τοὺς γλυκόχυμους σπόρους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/