ἀκροκοκκινίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροκοκκινίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροκοκκινίζω ΚΘεοτόκ. Καραβέλ. 169 ἀκριˬοκοκκινίζω Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. κοκκινίζω ἢ ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀκροκόκκινος.
Σημασιολογία
Ἀποκτῶ χρῶμα ἐλαφρῶς ἐρυθρὸν ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἀγαπάω, ἀπάντησε, χωρὶς νὰ πειραχθῇ κιˬ ἀκροκοκκινίζοντας ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA