ἀκροθαλασσιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροθαλασσιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκροθαλασσιˬὰ ἡ, ἀκροθάλασσα ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 110 ἀκροθαλασσιˬὰ σύνηθ. ἀκροθαλασσὰ Θήρ. Νάξ. (Κινίδ.) κ. ἀ. ἀκρουθαλασσιˬὰ βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. θάλασσα. Διὰ τὸν μεταπλασμὸν πβ. τὸ συνών. ἀκρογιˬαλιˬά.
Σημασιολογία
Παραλία, αἰγιαλὸς ἔνθ᾽ ἀν. : ᾿Επήγαινε ἀκροθαλασσιˬὰ (κατὰ μῆκος τῆς παραλίας). Συνών. φρ. ἐπήγαινε γιˬαλό γιˬαλὸ Ρόδ. || Ἄσμ. Θὰ σκούζω ᾿ς ἀκροθαλασσιˬὰ νὰ μαζευτοῦν τὰ ψάριˬα γιὰ νὰ μοῦ σβήσουν τὴ φωτιˬὰ πὄχω ’ς τὰ φυλλοκάρδιˬα Ἤπ. Κάτου ᾿ς τὴν Ἄσπρη Πέτρα, ’ς τὴν ἀκρουθαλασσιˬά, παίζουν παλληκάριˬα, παίζουν χαίρουντι Μακεδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκρογιˬαλιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA