ἀκρολογοῦμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρολογοῦμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀκρολογοῦμαι ἀμάρτ. ἀκρολοοῦμαι Κύπρ. ἀρκολοοῦμαι Κύπρ. ’κρολοοῦμαι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκροῶμαι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λογῶ -λογοῦμαι δηλούσης ἐνίοτε ἐπανάληψιν τῆς σημ. τοῦ ἁπλοῦ ρήματος, ὡς βοσκολογῶ, βροντολογῶ, κλεφτολογῶ, χτυπολογῶ κττ. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.

Σημασιολογία

Προσέχω νὰ ἀκούσω τι κρυφίως, ὠτακουστῶ: Ἀκρολοέτουν εἶντα ’ν’ ποῦ λαλοῦμεν. Ἀκρολοήθητε ταὶ ἄκουσε μὲ τὰ ’φκιˬά του. || ᾎσμ. Τ’ ὁ Διενὴς ἀπ-πεξωθκεˬὸν στέτει τ’ ἀκρολοᾶται. Συνών. ἀκρουμάζομαι, ἀκρουμαίνω, ἀφτιˬάζομαι, κρυφακούω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/