ἀκρόμελα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρόμελα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκρόμελα ἡ, Πάρ. κ.ἀ. ἀκριˬόμελα Πάρ. (Λεῦκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. μέλα. Παρὰ Κορ. Ἄτ. 5,11 ἀκράμελον.
Σημασιολογία
Τὸ ἐν καιρῷ χειμῶνος ἕνεκα τοῦ ψύχους γεννώμενον εἰς τὰ δάκτυλα τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ἐρυθρὸν οἴδημα ἐνίοτε ἑλκῶδες, χίμετλον. Συνών. χιˬονίστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA