ἀκροξυπάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροξυπάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροξυπάζω Κρήτ. ἀκροξυπῶ Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀκροξυσπάζω. Πβ. Μιχ. Γλυκ. Στίχοι γραμματ. 51 «ὁκἄτι ἠκροεξύσπαζε καὶ συνετάρασσέ με».
Σημασιολογία
Προξενῶ ἐλαφρὸν τρόμον, ἐλαφρῶς ἐκφοβῶ: Ἔχε τ’ ἀμέdε σου νὰ μὴ σὲ ρίξῃ τὸ μουλάρι, γιατὶ ἀκροξυπάζεται (ἔχε τὸν νοῦν σου, πρόσεχε κτλ.). Πβ. ξυπάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA