ἀκροκάθομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροκάθομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροκάθομαι ἀμάρτ. ἀκροκάθουμαι Κύπρ. ᾿κροκάθομαι Κύπρ. ’κροκάθουμαι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. κάθομαι.
Σημασιολογία
Κάθημαι κάμπτων τὰ γόνατα καὶ στηρίζων τὸ βάρος τοῦ συνεσταλμένου σώματος ἐπὶ τῶν ποδῶν: Μέν’ ᾿κροκάθεσαι, λαλῶ σου. ᾿Εκρόκατσα τ’ ἐμουδκιˬάσαν τὰ πόδκιˬα μου. Ἔπκιˬασέν τον τὸ στρατούριν ταὶ ’κροκάθεται ὁ γάδαρος (τόν ἠνώχλησεν εἰς τὴν ράχιν τὸ σάγμα καὶ κάμπτων τὰ γόνατα χαμηλώνει τὸ σῶμα διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν πίεσιν). || Παροιμ. Ὁ γάδαρος ὁ κόντρης εἶδεν τὸ στρατούριν τ’ ἐκρόκατσεν (ἐπὶ τοῦ ζητοῦντος νὰ ἀποφύγῃ ὀχληρὰν δι’ αὐτὸν ἀποκάλυψιν ὡς ὁ ὄνος ὁ ἔχων πληγὴν εἰς τὴν ράχιν φοβεῖται τὸ ἐπιβαλλόμενον αὐτῷ σάγμα καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸ ἀποφύγῃ χαμηλώνων τὸ σῶμά του). Συνών. φρ. κάθομαι ἀνακούρκουδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA