ἀκροπελαγιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροπελαγιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκροπελαγιˬὰ ἡ, Ζάκ. Κέρκ. (Νύμφ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γορτυν. Κορινθ. Κυνουρ. Μεσσ. Σουδεν. Τρίκκ.)-ΚΠασαγιάνν. Μοσκ. 63 ἀκρουπιλαγιˬὰ Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκροπέλαγος. Διὰ τὸν μεταπλασμὸν εἰς -ιˬὰ πβ. ἀκρογιˬαλιˬά, ἀκροθαλασσιˬά, ἀκρολιμνιˬά.

Σημασιολογία

Αἰγιαλός, παραλία ἔνθ’ ἀν.: Ἐπήγαιναν τὴν ἀκροπελαγιˬὰ (κατὰ μῆκος τῆς παραλίας) Σουδεν. Μάννα καὶ θυγατέρα πηγαίναν την ἀκροπελαγιˬὰ κιˬ ἀπαντήσαν τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγιˬὰ (ἐξ ἐπῳδ.) Τρίκκ. Ἐκατεβήκανε οἱ ὑπηρέτριˬες γιˬὰ λουτρὰ καὶ βρήκανε τὴν κάσσα ’ς τὴν ἀκροπελαγιˬὰ (ἐκ παραμυθ.) Νύμφ. ᾿Εξάστραφταν τὰ νερὰ ἀπὸ τοὶς βαρει͜ὲς πέρα ἀκροπελαγιˬὲς κιˬ ἀπὸ τ’ ἀμμουδερὰ ’δῶθε τὰ κυμοθάλασσα ΚΠασαγιάνν. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ἀπὸ τὴν ἀκροπελαγιˬὰ δὲ λείπει τ’ ἀηˬδονάκι κ’ ἐμένα ὀχ τὸ χειλάκι μου δὲ λείπει τὸ φαρμάκι Γορτυν. Ὅλο την ἀκροπελαγιˬὰ π’ ἀράζουν τὰ καράβιˬα, π’ ἀράζουν τὰ κλεφτόπουλλα οἱ Κολοκοτρωναῖοι Ἀρκαδ. Νὰ μείνω σὲ κορ’φὴ βουνοῦ φοβοῦμαι ἀπὸ τὸ χιόνι, νὰ μείνω ’ς ἀκροπελαγιˬὰ φοβοῦμαι ἀπὸ τὸ κῦμα Κυνουρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀκρογιˬαλιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/