ἀκροποταμιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκροποταμιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκροποταμιˬὰ ἡ, πολλαχ. ἀκρουπουταμιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Στερελλ. (Λεπεν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκρος καὶ τοῦ οὐσ. ποταμιˬά.

Σημασιολογία

Ἡ ὄχθη καὶ τὰ παρὰ τὴν ὄχθην ποταμοῦ μέρη, ἡ παραποτάμιος χώρα ἔνθ’ ἀν.: Ξεχείλισε τὸ ποτάμι καὶ γιˬόμισε ὅλ’ ἡ ἀκροποταμιˬὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἀπὸ τὴν ἀκροποταμιˬὰ κἀμμιˬὰ φωνὴ πεˬὰ δὲν ἀκούγεται ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 24. Βρίσκει ἕναν κάμπο ποῦ ἦταν ἕνας ποταμὸς ἀπὸ αἷμα, ’ς τὴν ἀκροποταμιˬὰ κάθουνταν ἕνας γέρως καὶ ψειρίζονταν (ἐκ παραμυθ.) Δαρδαν. || ᾎσμ. Ἀποὺ τὴν ἀκροποταμιˬὰ δὲ λείπ’ ἡ πρασινάδα, ἡ ἀγάπη χωρὶς κάκιˬωμα δὲν ἔχει ὀνοστιμάδα. Κρήτ.-Ποιήμ. ’Σ τὴν ἀκροποταμιˬὰν ἀλάφι ζωγραφίζει ποῦ σκύφτει τὰ νερὰ νὰ πιˬῇ τὰ κρυσταλλένιˬα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,29 Παίρνω τὴν ἀκροποταμιˬὰ καὶ φτάνω ’ς ἀκροβούνι, ἐκεῖ ὁποὺ βγαίνει τὸ νερὸ κιˬ ὁπού ’ναι ὁ καταγός του αὐτόθ. 2,39 ’Σ τὴν ἄχαρη ἀκροποταμιˬά, ’ς τὴ χέρσα καὶ ’ς τὴν ἔρ’μη, ὅλα ἦσαν ἄρρωστα κ’ ἐγὼ παράλυτος ἐκεῖ ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 58. Συνών. ἀκροπόταμος. Πβ. καὶ ἀκροποταμίτσα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/