ἀκρορέγομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρορέγομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκρορέγομαι ἀμάρτ. ἀκρορέομαι Κάρπ. ’κρορέομαι Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. ὀρέγομαι.
Σημασιολογία
Ἀκρορεγάζω, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Ὁ Γιαννακῆς κ’ ἡ Μαρουιˬὰ τρεῖς χρόνους ἐαπε͜ιῶτα, τρεῖς χρόνους ἐκρορέουτο κρουφὰ ’πὸ τοὺς βονεˬούς τως (ἐαπε͜ιῶτα=ἠγαπῶντο, βονεˬοὺς= γονεῖς). Μάννα μου, σὰν τὸν ἥλιˬον ἤλαμπεν ἡ θωριˬά της, ὁ ἥλιˬος τὴν ἐτζήλευγε κ’ ἐγιˬὼ ’κρορέουμού τη (ἐτζήλευγε=ἐζήλευε).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA