ἀρνόδερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρνόδερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρνόδερμα τό, Ἀθῆν. Νάξ. κ.ἀ. -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. ᾽Ελευθερουδ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀρνὶ καὶ δέρμα.

Σημασιολογία

1) Δέρμα ἀρνίου Ἀθῆν. Νάξ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνακάδα. 2) Γενικῶς τὸ δέρμα προβάτου Λεξ. Μ.᾽Εγκυκλ Ἐλευθερουδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνιˬακὸς Β2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/