ἀχάευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀχάευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀχάευτος ἐπίθ. Πόντ. (Τραπ.) ἀχάευος Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *χαευτὸς<χαεύω. Τὸ ἀχάευος κατ' εὐθεῖαν ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἐνεστ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ περιχυθεὶς μὲ ζέον ὕδωρ: Τὰ λώματα ἀχάευτα εἶναι Τραπ. Συνών. ἀζεμάτιστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/