ἁρπαχτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπαχτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁρπαχτὸς ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἅρπαχτος Πόντ. (Τραπ.) ἅρπαχτο τό, Θρᾴκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιδ. ἁρπακτός.
Σημασιολογία
Α) ᾿Επιθετικ. 1) Ὁ ἀνάρπαστος γενόμενος, ἡρπαγμένος -Λεξ. Περίδ. Συνών. ἅρπαστος 2) Ὁ ἐν σπουδῇ γενόμενος πολλὰχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ὀσήμερον ἁρπαχτὸν δουλείαν ἐπόρεσα νὰ ποίγω (νὰ κάμω). Συνών. ἁρπαχτικὸς 3. β) Φρ. ’Σ τ’ ἁρπαχτὰ ἐπιρρηματ., ἐν σπουδῇ, βιαστικὰ πολλαχ: Μιλήσαμε-φάγαμε ᾿ς τ᾿ ἁρπαχτά. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρπαχτά. Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Εἶδος παιδιᾶς διὰ σφαίρας Πόντ. (Κερασ.) Διὰ τὴν σημ. πβ. μεταγν. ἁρπαστὸν παρ’ Ἀθην. 14 f «τὸ δὲ καλούμενον διὰ τῆς σφαίρας ἁρπαστὸν φαινίνδα ἐκαλεῖτο» καὶ Ἀρριαν. ᾿Επικτ. Διατρ. 2,5,15 «τοῦτο ὄψει ποιοῦντας καὶ τοὺς σφαιρίζοντας ἐμπείρους οὐδεὶς αὐτῶν διαφέρεται περὶ τοῦ ἁρπαστοῦ ὡς περὶ ὰγαθοῦ ἢ κακοῦ». 2) Ἀγκιστροειδὲς ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου ἀνέλκουν τὰ εἰς τὰ φρέατα ἐμπίπτοντα ἀντλήματα Θρᾴκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρπάγη 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA