ἀκρούλλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρούλλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκρούλλα ἡ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἄκρα.

Σημασιολογία

Μέρος ὀλίγον τι ἀπόμερον, ὀλίγον τι μακρὰν τῶν συνήθων συγκεντρώσεων καὶ διὰ τοῦτο ἥσυχον: Κάθεται τὸ παιδάκι ’ς τὴν ἀκρούλλα τοῦ τζακιˬοῦ Πελοπν. (Κορινθ). Ὁ γέρως ἔχει τὴν ἀκρούλλα του αὐτόθ. Ἐγώ, παιδιˬά μου, ἐγέρασα πεˬά, μὲ κουράζει τ’ ἄλογο, ἐγὼ τώρᾳ θέλω τὴν ἀκρούλλα μου, τὴν ἡσυχία μου καὶ τὸ σκάκι μου ΓΞενοπ. Θέατρ. 1,113. Συνών. ἀκρίτσα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/