ἀκρουμάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκρουμάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκρουμάζομαι πολλαχ. ἀκρομάζομαι Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀκρομάζουμαι Πελοπν. (Λακων.) ἀγκρομάζομαι Κύθηρ. ἀgρομάζομαι Πελοπν. (Οἰν.) ἀκρουμάζουμαι Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀκρουμάζουμι Ἤπ. (Ἄρτ.) Μακεδ. ἀγκρουμάζομαι Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Καλάμ. Λάστ.) ἀγκρουμάζουμαι Πελοπν. (Βούρβουρ. Καλάβρυτ.) ἀκουρμάζομαι Ἰων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. Λευκ.-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,67 ΧΧριστοβασ. Διαγων. 20 ἀκουρμάζουμι Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Μακεδ. ἀγκουρμάζομαι Ζάκ. Πελοπν. (Ἀχαΐα) ’κουρμάζουμι Ἤπ. ’γρουμάζουμαι Πελοπν. (Βυτίν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀκρόαμα διὰ τοῦ μεταβατικοῦ ἀμαρτ. τύπ. ἀκροαμάζομαι. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 227.
Σημασιολογία
1)Τείνων τὸ οὖς ἀκούω μετὰ προσοχῆς, προσεκτικῶς ἀκροῶμαι ἔνθ’ ἀν.: Ἀγκρουμάστηκε κιˬ ἄκουσε τοὶς δυˬὸ γυναῖκες ποῦ μιλοῦσαν Καλάμ. Ἀγκρουμάσου νὰ ἰδῇς τί λένε Καλάβρυτ. Σ’κώνουμι ν’ ἀκουρμαστῶ καλὰ κιˬ ἀκούου ’κεῖ σιμὰ νὰ βρουdοῦν βιˬουλιˬὰ κὶ dαούλιˬα (ἐκ παραδ.) Καρδίτσ. Σὲ λίγη ὥρα κατάλαβε ὅτι βρισκότανε μέσα ’ς τὸ λόγγο. Ἔβαλε τ’ ἀφτί του ν’ ἀκουρμαστῇ τίποτε κυπροκούδουνα, ἀλλὰ τοῦ κάκου ΧΧριστοβασ. ἔνθ’ ἀν. || ᾌσμ. Τί στέκω κιˬ ἀκρομάζομαι καὶ καίγετ’ ἡ καρδιά μου; θὰ βάλω ἀπ’ ἄγριˬα τὴ φωνὴ κιˬ ἀπ’ ἄγριˬα τὸ μοιρολόγι νὰ τρέξ’ ἡ ’πάνου γειτονιˬά, νὰ δράμ’ ἡ κάτου ρούγα (μοιρολ.) Λακων. Γιˬὰ ἀκουρμαστῆτε νὰ σᾶς πῶ καὶ νὰ σᾶς ’μολογήσω τῆς Πάτρας τὸ πολὺ κακὸ νὰ σᾶς τὸ παραστήσω Λευκ. Ν’ ἀκουρμαστῶ τὴν πέρδικα τὴν πιτρουκαταροῦσα Μακεδ.-Ποίημ. Πέταξε, ἀνέβα ’ς τὰ βουνὰ ν’ ἀκουρμαστῇς, ν’ ἀκούσῃς, νὰ ἰδῇς τὴ νεκρανάστασι, νὰ ζεσταθῇ ἡ καρδιˬά σου ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀκροάζομαι 1, ἀκροᾶμαι 1, ἀκρουμαίνω 1, ἀκρών-νομαι 1, ἀφτιˬάζομαι. 2)Ἀκούω κρυφίως, ὠτακουστῶ Πελοπν. (Μάν.): Ἀκρομάζετον ἀπομέσα ἀπὸ τὸν τοῖχο ν’ ἀκούσῃ τί λέγαμε. Συνών. ἀκρουμαίνω 1β, κρυφακούω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA