ἀκρούμασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρούμασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκρούμασμα τό, ἀμαρτ. ἀσκούρμαμα Παξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκρουμαίνω, παρ’ ὃ καὶ ἀσκουρμαίνομαι.

Σημασιολογία

1)Ἡ μετὰ προσοχῆς ἀκρόασις. 2)Τὸ νὰ ἀκούῃ τις κρυφίως, τὸ ὠτακουστεῖν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/