ἄκρουστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκρουστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄκρουστος ἐπίθ. Μεγίστ. Πόντ. (Τραπ.) ἄκρουχτους Μακεδ. ἄρουτε Τσακων.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄκρουστος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ κτυπηθείς, ὁ μὴ πληγείς, ἀκτύπητος Πόντ. (Τραπ.): Ἡ πόρτα-τὸ παιδὶν ἔν’ ἄκρουστον. β)Ἄσειστος, ἀτίνακτος, ἐπὶ δένδρου μὴ σεισθέντος πρὸς πτῶσιν τῶν ὡρίμων καρπῶν Τσακων. γ)Μεταφ. ἀπρόσβλητος ὑπὸ νοσήματος Μεγίστ. Πόντ. (Τραπ.): Οὕλτς ἐντῶκεν ἡ χολέρα κιˬ ἀτός ἐπέμ’νεν ἄκρουστος (ὅλους προσέβαλεν ἡ χολέρα καὶ αὐτὸς ἔμεινεν ἀπρόσβλητος) Τραπ. 2)Ὁ ἀραιῶς ὑφασμένος Μακεδ.: Ἄκρουχτου παννί. Ἀντίθ. κρουστός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA