ἀκροφοβοῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκροφοβοῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκροφοβοῦμαι Κρήτ. ἀκροφοοῦμαι Κύπρ. ἀκριφοβοῦμαι Πελοπν. (Λακεδ.) ’κροφοοῦμαι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἄκρα καὶ τοῦ ρ. φοβοῦμαι.
Σημασιολογία
1)Φοβοῦμαι ὀλίγον τι, ὑποδειλιῶ ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ὁ Διενὴς ψυχομαεῖ κάτω εἰς τὰ παλάδκιˬα, ἀπ-πόξω τριυρκάζουν τα τρακόσιˬα παλληκάρκα, θέλουν νὰ μποῦσιν νὰ τὸν δοῦν ταὶ πάλε ’κροφοοῦνται. Κύπρ. Ποῦ ἐδῶ ποτὲ δὲν περπατοῦν, ποτὲ δὲν κουβεdιˬάζουν, παρὰ πενήdα κ’ ἑκατὸ καὶ πάλι ἀκριφοβοῦdαι (μοιρολ.) Λακεδ. 2) Φοβοῦμαι, τρέμω Κύπρ.: ᾎσμ. Τώρ’ ἀστράβκω ταὶ καύκω σε, βροντῶ ταὶ καταλυˬῶ σε, σηκών-νω ταὶ τὸν ἄνεμον ταὶ παίρνω τὸν σταχτόν σου! Ποῦ τ’ ἄκουσεν ὁ δράκοντας πολλὰ ἀκροφοήθην, «ταὶ τὴν ’στραπὴν φοοῦμαι την ταὶ τὴν βροντὴν περίτου!»
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA