ἀκρωτήρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρωτήρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκρωτήρα ἡ, ἀμάρτ. ’κρωτήρα Κῶς

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀκρωτήρι.

Σημασιολογία

Κορυφὴ γηλόφου: ᾿Èν ἤφηκα λαγκάαν, ποταμιˬάν, βόθυνα, ’κρωτῆρες, κλουσοῦρες, ρεματιˬές, κάμπους. . . . νὰ μὴ γυρίσω. Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. ἀκρωτήριον Ἡρόδ. 7,217 «ἐπ’ ἀκρωτηρίῳ τοῦ ἔρεος». Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀκρωτήρα Νίσυρ. Ρόδ. ’Κρωτήρα Κῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/