ἀκρωτήρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκρωτήρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀκρωτήρι τό, Ἄνδρ. (Κόρθ.) Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τῆν. Χίος κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. Δεκατετράστ. 89 ΘΓρυπάρ. Βοσκοπ. 90 ἀγρωτήριν Κύπρ. ἀκουουτήρ’ Σαμοθρ. ’κρωτήριν Χίος (Λιθ.) ’κρωτήρι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Χίος κ.ἀ. ’κρουτήρ’ Λῆμν. ’κριτήρι Θεσσ. (Βόλ.) ’γρωτήρι Κύπρ. (Καρπασ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀκρωτήριον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Διὰ τὸν τύπ. ἀγρωτήριν πβ. τὰ ὅμοια ’γρολαλῶ, ’γροπατῶ, ἀγριˬοχωραφῖνα ἐκ τοῦ ἀκρολαλῶ, ἀκροπατῶ, ἀκροχωραφῖνα, ἐν οἷς φαίνεται τρεπόμενον τὸ κ εἰς γ. Περὶ τοῦ ἐξηλλοιωμένου τύπ. ἀκουουτήρ’ ἰδ. AHeisenberg ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 95.

Σημασιολογία

1)Προέκτασις, γλῶσσα γῆς, εἰσχωροῦσα εἰς τὴν θάλασσαν Κύπρ. (Καρπασ.) Λῆμν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σαμοθρ. Χίος κ.ἀ-ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.: Ὅλα τὰ νερὰ τῶν ἀκρωτηριˬῶ γλυφίζουνε Ἀπύρανθ. || Ποίημ. ’Σ τὰ τραχεˬὰ μονοπάτιˬα, ’ς τ’ ἀκρωτήριˬα τοῦ συντριμμοῦ καὶ τοῦ γκρεμοῦ μὲ πάτε; ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Πορτ. Ἡ λ. ὡς τοπων. πολλαχ. β)Παραλία βραχώδης καὶ ἀπότομος μετὰ ὑποβρυχίων ἐν μέρει σπηλαιωδῶν κοιλωμάτων Θεσσ. (Βόλ.) γ)Παράλιον ἐν γένει μέρος Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Χίος (Λιθ.): ’Σ τὸ ’κρωτήριν ἐμάζωξα τὸ ἅλας Λιθ. || ᾎσμ. Τὸν ἥλιˬο βάνω ’ς τὰ βουνά, τὸν ἀετὸ ’ς τοὺς κάμπους, τὸν κὺρ βορεˬὰ τὸ δροσερὸ τὸν βάζω ’ς τὸ ’κρωτήρι Σωζόπ. 2)Μέρος, ὅπου διαχειμάζει τὸ ποίμνιον (οἷον συνήθως εἶναι τὸ παράλιον ὡς χαμηλότερον καὶ θερμότερον) Χίος: Νὰ κατηβάσωμεν τὰ χτήματα ’ς τὰ ’κρωτήριˬα ποῦ ’ναι σκεπά. Συνών. χειμαδε͜ιό. 3)Ἀγρὸς εὑρισκόμενος πλησίον τῆς θαλάσσης Ἄνδρ. (Κόρθ.) Μύκ. Τῆν. κ.ἀ.-ΘΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Πὄχει καλὰ κοπάδιˬα κιˬ ὁλάκερ’ ἀκρωτήρι, τὴ Φροσυνώ σας θέλει ταιράκι του νὰ γίνῃ ΘΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/