ἀκύλιστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκύλιστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκύλιστα ἐπίρρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀκύλιστος.
Σημασιολογία
Ἄνευ κυλινδρίσματος, ἄνευ συμπιέσεως διὰ τοῦ κυλίνδρου (λέγεται ἐπὶ ἐπιπέδου στέγης καλυπτομένης διὰ χώματος, ὅπερ ἰσοπεδούμενον συμπιέζεται διὰ βαρέος λιθίνου κυλίνδρου διὰ νὰ μὴ διαρρέῃ τὸ ὕδωρ τῆς βροχῆς. Πβ. ἀκυλίντριστος): Ἀκύλιστα ’χουμε (ἐνν. τὸ δῶμα κττ., ἤτοι δὲν ἐσυμπιέσαμεν τὸ χῶμα τῆς στέγης διὰ κυλίνδρου) Σύμ. Ἀκύλιστα κιˬ ἀματσόλιστά ’χω καὶ θὰ στάξῃ τὸ σπίτι μας σὲ πρώτη βροχὴ (διὰ τὸ ἀματσόλιστα πβ. τὸ ματσόλα, ξύλινον βαρὺ ὄργανον, δι’ οὗ πλήττουν τὸ χῶμα τῆς στέγης διὰ νὰ συμπιεσθῇ) Ἀπύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA