ἀκύρωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκύρωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκύρωτος ἐπίθ. (ΙΙ) Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κυρωτὸς<κυρώνω (ΙΙ).

Σημασιολογία

Ὁ στερούμενος πατρὸς ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. Ἀκύρωτος κιˬ ἀμάννωτος καὶ ὀρφανὸς ’ς σὸν κόσμον (ἐπὶ τοῦ στερουμένου παντὸς συγγενοῦς. Συνών. πεντάρφανος) Σάντ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/