ἄλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επιφώνημα

Τυπολογία

ἄλα ἐπιφών. σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ Ἑνετ. ala=ἐμπρὸς ὡς ὅρ. ναυτικὸς.

Σημασιολογία

1)Ἐκφράζει προτροπὴν πρὸς κίνησιν ἰδίᾳ ἐν τῷ ναυτικῷ βίῳ ἐπαναλαμβανόμενον συνήθως ἢ συνεκφερόμενον μετ’ ἄλλων παρακελευσματικῶν λέξεων σύνηθ.: Ἄλα ἄλα! Ἄλα ἐμπρός! Ἄλα γει͜ά σου! Ἄλα ἄλα, μὴ χάνετε καιρό! Ἄλα ἄλα τὸ κουπί! Ἄλα μόλα! (προσταγὴ τοῦ πλοιάρχου πρὸς τοὺς ναύτας) σύνηθ. Ἄλα, Γοργάδα, ἄλα! (προτροπὴ πρὸς ἵππον) Πελοπν. (Ἄργ.) Ἄλα τὸ βούτυρο, καλὸ βούτυρο! (διαλάλησις τοῦ πωλητοῦ βουτύρου, ἤτοι ἐμπρός, νὰ ἀγοράσετε βούτυρο καλό!) Κύθν. Ἄλα νὰ τ’ ἀβγατίσωμε! (ἐμπρὸς νὰ τὰ τελειώσωμεν) Σίφν. Συνών. ἐμπρός. 2)Ἐκφράζει χλευασμὸν πρὸς τὸν προσπαθοῦντα μὲν νὰ κατορθώσῃ τι, ἀλλ’ ἀποτυγχάνοντα Κεφαλλ. Μακεδ. (Γκιουβ.) κ.ἀ.: Ἄλα ποῦ δὲ bορεῖς νὰ καβαλλικέψῃς! (ἔ, σὺ ποῦ δὲν ἠμπορεῖς κτλ.) Κεφαλλ. Ἄλα ποῦ δὲ σὲ θέλει! αὐτόθ. Ἄλα! (πρὸς τὸν ἐν παιδιᾷ ἀποτυγχάνοντα τοῦ σκοποῦ κατὰ τὴν βολὴν) Γκιουβ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/