ἀλαβαστράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαβαστράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλαβαστράκι τό, ἀμάρτ. ἀλαμαστράτσ’ Λέσβ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀλάβαστρον, ὅπερ νῦν δὲν μαρτυρεῖται.
Σημασιολογία
Ὕαλος ἀρίστης ποιότητος, κρύσταλλος. Συνών. κρύσταλλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA