ἀλαβέρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαβέρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλαβέρα ἡ, Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ὁλόβηρος=βάμμα πορφυροῦν. Πβ. Προκοπ. Ἀνέκδ. 142,4 (ἔκδ. Βόνν.) «βάμματος δὲ τοῦ βασιλικοῦ, ὅπερ καλεῖν ὁλόβηρον νενομίκασι».

Σημασιολογία

Ὕφασμα μεταξωτὸν παρουσιάζον ποικιλίαν ἀποχρώσεων ἀναλόγως τῆς θέσεως συνήθως ὂν χρώματος βύσσου ἀποκλίνοντος πρὸς τὸ ἰόχρουν ἢ πράσινον ἢ κυανοῦν ἔνθ᾽ ἀν.: Ἅμον ἀλαβέραν δί’ καὶ παίρ’ (ὡς ἀλ. δίδει καὶ παίρνει, ἤτοι ἀλλάζει χρώματα. Ἐπὶ ἀστάτου) Ἴμερ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/