ἀλάβωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλάβωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλάβωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀλάβουτους βόρ. ἰδιώμ. ἄβουτε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. λαβωτὸς<λαβώνω. Ἡ λ. παρὰ Βλάχ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 1697 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἤβαλε τὸ σκουτάριν του ὀγιὰ νὰ τὴ βλεπήσῃ | μὰ ἡ κοπανιὰ ἔτσ’ ἀλάβωτο δὲ θενὰ τὸν ἀφήσῃ».

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ λαβωμένος, ἀπλήγωτος, ἄτρωτος σύνηθ. καὶ Τσακων.: Πολλοὶ χτυπηθήκανε, μ’ αὐτὸς ἔμεινε ἀλάβωτος σύνηθ. || Ποίημ. Κιˬ ὁ ἀλάβωτος κιˬ ὁ ἀσκλάβωτος κατρακυλῶντας μπαίγνιˬο τῆς γῆς νὰ χαμωσέρνεται κιˬ ἀπάνω του ἕνας ὄχλος ΚΠαλαμ. Φλογέρ. βασιλ.2 121. 2)Ὁ μὴ βασκανθείς, ἀβάσκαντος Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/