ἀλάθευτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλάθευτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλάθευτα ἐπίρρ. Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων.) Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ.-Λεξ. Λάουνδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀλάθευτος.
Σημασιολογία
1)Ἄνευ λάθους, ἄνευ σφάλματος Ζάκ. Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ.-Λεξ. Λάουνδ. Ἀλάθευτα τὰ εἶπε Λάκων. Εἶπεν τὸ μάθεμαν ἀτ’ ἀλάθευτα Τραπ. β) Ἀληθῶς Πελοπν. (Λακων.) 2)Ἀκριβῶς, εὐστόχως Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Σημαδεύω ἀλάθευτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA