ἄλαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄλαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄλαλος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἄλαλους βόρ. ἰδιώμ. ἀνάλαλος Πελοπν. (Βαλτέτσ.) Οὐδ. πληθ. ἄλαρα Πόντ. (Κερασ.) ἄλαθρα Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἄλαρθα Πόντ. (Κερασ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄλαλος=ἄναυδος, ἄφωνος. Περὶ τοῦ τύπ. ἀνάλαλος ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ. Οἱ τύπ. ἄλαρα καὶ ἄλαρθα λεγόμενοι μόνον ἐν ὡρισμέναις φρ. ἔχουν τὸ ρ κατ’ ἀνομ., ὁ δὲ δεύτερος καὶ τὸ θ κατ’ ἀναλογ. τοῦ δευτέρου μέρους τῆς ἐν ᾗ φέρεται φρ. ἄλαθρα μάλαθρα, ἐν τούτῳ δὲ τὸ θ ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ μάραθρο παρὰ τὸ μάραθο. Ἡ δευτέρα λ. μάλαθρα εἶναι αὐτὴ ἡ πρώτη, εἰς ἣν προσετέθη ἀρκτικὸν μ κατ’ ἐπίδρασιν τῆς Τουρκικῆς, ἐν ᾗ ὁ λέγων περί τινος πράγματος μετὰ ἀοριστολογίας τινὸς καὶ περιφρονήσεως ἐπαναλαμβάνει τὴν αὐτὴν λ. μεταβεβλημένην κατὰ τὴν πρώτην συλλαβὴν διὰ τοῦ ἀρκτικοῦ μ, ὡς καὶ ἀπίδια-μαπίδια, πέτρα-μέτρα κττ. Πβ. ΣΨάλτην ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1915) Λεξικογρ. Ἀρχ. 107 κἑξ. Διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν τίθεται ἐν ἀρχῇ καὶ τὸ π, οὕτω δὲ ἑρμηνεύεται τὸ πάλαλα ἐν ταῖς φρ. ἄλαλα πάλαλα καὶ ἄλαρα πάλαρα (ἰδ. κατωτ.) Πβ. ΙΒαλαβάν. ἐν Ἀρχ. Κορ. 1, μέρ. 3,60.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἐστερημένος λαλιᾶς, ἄφωνος, ἄναυδος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔμεινε ἄλαλος ἀπὸ τὸ φόβο του σύνηθ. Ἡ μάννα του τὸν σταυροφίλησε ἀνάλαλη Βαλτέτσ. || Φρ. Ἀπόμεινε ἄλαλος (ἐπὶ τοῦ ἰσχυρῶς ἐξ ἀτυχήματος καταπληττομένου) πολλαχ. Ἄλαλος ἐπόμεινε (ἐφιμώθη) Ὄφ. Ἔπεσεν ἄλαλος (ἐπὶ τοῦ περιπεσόντος εἰς βαρεῖαν νόσον) Πελοπν. (Λακων.) Τὸ παιδὶ ἔναι ἄλαλο (εὑρίσκεται ἐν καταστάσει ἀναισθησίας ἐξ ἰσχυροῦ πυρετοῦ) αὐτόθ. Ἤμεινεν βουβὸς κιˬ ἄλαλος (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου νὰ ἀπαντήσῃ εἰς σφοδρὰν ἐπίπληξιν) Ἄνδρ. Κούφιˬος τόπος κιˬ ἄλαλος! (λέγεται ὑπὸ τοῦ ἀπευχομένου κακόν, ὥστε νὰ μὴ τὸ ἀκούσῃ ὁ τόπος, ἐν ᾧ λέγεται, καὶ τὸ λαλήσῃ καὶ τούτου ἕνεκα συμβῇ) Λακων. Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν! (ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης. Ἐπὶ βλασφήμου) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 353,3. Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν! (ἐλέγετο ἄλλοτε ὑπὸ τῶν Χριστιανῶν παρῳδούντων τὴν Τουρκικὴν φρ. ἄλλάχ ἐκπέρ, ὅταν ἤκουον τὸν μουεζίνην ἐκφωνοῦντα αὐτὴν ἐν δημοσίᾳ προσευχῇ) Κρήτ. Ἄλαλα τὰ χείλη! (λέγεται ὑπὸ τοῦ ἐπιβάλλοντος εἰς τοὺς παρόντας ἄκραν σιωπὴν) Ἤπ. Τὸ κρύον καὶ τ’ ἄλαλον νὰ γελᾷς! (ἐνν. γέλως, ἤτοι νὰ γελάσῃς τὸν ψυχρὸν καὶ ἄφωνον γέλωτα τοῦ θανάτου, ἤτοι νὰ ἀποθάνῃς! Ἀρὰ προελθοῦσα ἐκ τῆς ἀπατηλῆς ἐντυπώσεως, τὴν ὁποίαν προξενεῖ ἐνίοτε ἡ μορφὴ τοῦ νεκροῦ φαινομένου ὅτι ὑπομειδιᾷ) Οἰν. || Παροιμ. Ἄλαλος κιˬ ἀμήλαλος καὶ γαλενὸν ποτάμιν (ἐπὶ τοῦ ὀλιγολόγου μὲν καὶ φαινομενικῶς ἡσύχου, ἀλλὰ πονηροῦ καὶ ὑπούλου. ἀμήλαλος=ἀμίλητος, σιωπηλός, γαλενὸν=ἥσυχον) Κερασ. || Αἴνιγμ. Μαῦρος ἄλαλος τὴν γῆν ἀνακατών-νει ταὶ τῆς καμπάνας ἀχτυπᾷ ταὶ τοὺς νεκροὺς σηκών-νει (ὁ ἀλέκτωρ) Κύπρ. (Πωμ.) || ᾌσμ. Ἆ, ’δὲ τὸν γιˬὸν τῆς ἄνομης, ἆ, ’δὲ τὸν γιˬὸν τῆς κούρβας, ὡς ταὶ τὰ δέντρη τ’ ἄλαλα πιˬάν-νει τα μαυλιστᾶδες (’δὲ=ἰδὲ) αὐτόθ. Εἶμαι ἡ μαύρη γῆς ἐγὼ καὶ τ’ ἄλαλο τὸ χῶμα (μοιρολ.) Ἤπ. β)Τὸ οὐδ. ἄλαλο κατ’ ἔλλειψιν τοῦ οὐσ. ἀδέλφι ἢ ὕστερο οὐσ., ὁ μετὰ τὸν τοκετὸν τῆς γυναικὸς ἐξερχόμενος τῆς μήτρας πλακοῦς (ἐκ τῆς συνηθείας νὰ ἀπορρίπτεται τοῦτο εἰς τὴν θάλασσαν ἢ νὰ θάπτεται εἰς τὴν γῆν ἐν σιγῇ καὶ ἀφώνως. Διὰ τὴν χρῆσιν τῆς λ. πβ. καὶ ἄλαλον νερὸν καὶ κατόπιν μόνον ἄλαλον=ὕδωρ παρὰ Δουκ. ἐν λ. μάστραπα) Σίφν. Συνών. ἀδέρφι 2, ἀκλούθι 2, ἀκόλουθο, συντρόφι, ταίρι, ὕστερο. 2)Ἥσυχος, πρᾷος, ἀνεκτικὸς Πόντ. (Κερασ.): Ἄρθωπος ἄλαλος. 3)Δυστυχής, ταλαίπωρος, ἄθλιος, συνήθως ἐν συνεκφ. μετὰ τοῦ μαῦρος ἢ ἔρημος Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Βούρβουρ. κ.ἀ.) Στερελλ.(Αἰτωλ.) κ.ἀ. : Ἄχ, ὁ ἄλαλος, πῶς τὸ ’πομόνεψε τόσο καιρό! Βούρβουρ. Ρὲ τὴν ἄλαλη! αὐτόθ. || Φρ. Εἶμαι μαῦρος κιˬ ἄλαλος! (εὑρίσκομαι εἰς μεγίστην ἀθλιότητα καὶ ἀπόγνωσιν) Κεφαλλ. Ἦταν μαῦρους κιˬ ἄλαλους Ζαγόρ. Εἶμι ἔρ’μους κιˬ ἄλαλους Αἰτωλ. Ρ’μαδιˬακὸς κιˬ ἄλαλους αὐτόθ. Γί’κι ἄλαλους πικρουσκουτεινιˬασμένους Ἤπ. Ἔρ’μους κιˬ ἄλαλους νὰ γέ’ς! (ἀρὰ) Αἰτωλ. Μαύρη σου μοῖρα κιˬ ἄλαλη! (κακὴν μοῖραν νὰ ἔχῃς) Ζάκ. || ᾌσμ. Νὰ ἦταν τὸ στῆθος μου γυˬαλὶ νὰ βλέπῃς τὴν καρδιˬά μου ποῦ εἶναι μαύρη κιˬ ἄλαλη γιˬὰ σέ, γλυκε͜ιὰ κυρά μου Ζάκ. Ἀπερνᾷς καὶ δὲ μοῦ κρένεις, | μαύρη κιˬ ἄλαλη νὰ γένῃς! Ἤπ. 4)᾿Ηλίθιος, ἀνόητος, βλὰξ Ζάκ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰθάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν. Λάστ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Καλὰ νὰ πάθῃ ὁ ἄλαλος! Κεφαλλ. Μωρὲ ἄλαλε, τί πῆγες κ’ ἔκαμες! Ἰθάκ. Ἔχει ἕνα παιδὶ ἄλαλο Κεφαλλ. Εἶναι ἕνα ἄλαλο πρᾶμα (ἐπὶ εὐήθους) Ζάκ. Κεφαλλ. Ἔλα, βρὲ ἄλαλο! (ἐνν. πλάσμα ἢ πρᾶμα. Ὑβριστικῶς) Ἀρκαδ. || Φρ. Λέ’ ἄλαλα πάλαλα (μωρά, ἀνόητα πράγματα. Περὶ τοῦ πάλαλα ἰδ. ἀνωτ.) Ἤπ. Κρέ’ ἄλαλα πάλαλα-ἄλαλα καὶ παλαλα-ἀλαπάλαλα (ἐπὶ τοῦ λέγοντος μωρίας. ᾿Εν τῇ τελευταίᾳ φρ. ἀποβληθείσης τῆς συλλαβῆς λα κατ’ ἀνομ. τὸ ἄλα πάλαλα συνεχωνεύθη εἰς μίαν λ.) αὐτόθ Ἄλαλα κούβαλα (τίποτε σχεδὸν) Αἰτωλ. Ἄλαθρα μάλαθρα (ἄλλ’ ἀντ’ ἄλλων) Οἰν. Συνών. φρ. ἄρρητα ’θέμιτα (ἰδ. ἄρρητος). || Γνωμ. Κάλλιˬο μ’ ἕναν κακόνε | παρὰ μ’ ἕναν ἄλαλόνε (προτιμοτέρα ἡ μετὰ τοῦ πονηροῦ συναναστροφὴ παρὰ ἡ μετὰ τοῦ μωροῦ, διότι ἐνδεχόμενον εἶναι ὁ μωρὸς διὰ τῆς μωρίας του νὰ βλάψῃ περισσότερον τοῦ πονηροῦ) Κεφαλλ. Συνών. ἀνάποδος, ἀνόητος, ἄνοος, ἄπραγος, βλάκας, μουρλός, παλαβός. 5)Αἱ φρ. ἄλαθρα μάλαθρα, ἄλαρθα μάλαρθα καὶ ἄλαρα πάλαρα ἐπιρρηματ. α)Φύρδην μίγδην, ἄνω κάτω Πόντ.(Κερασ.): Ἄλαθρα μάλαθρα ἐποίκες μας (μᾶς ἐπροξένησες σύγχυσιν καὶ ταραχήν). β)Ἄνευ τῆς ἀναγκαίας προσοχῆς, εἰκῇ καὶ ὡς τύχῃ Πόντ. (Κερασ.): Ἄλαθρα μάλαθρα ἢ ἄλαθρα καὶ μάλαθρα ἐποίκες τὴ δουλεία σ’ (ὅπως τύχῃ ἔκαμες τὴν ἐργασίαν σου). γ)Παρὰ τὸν προσήκοντα καιρόν, ἀκαίρως, παρακαίρως Πόντ. (Κερασ.): Ἄλαρα πάλαρα ἔρεσαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/