ἀλαλοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαλοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλαλοφέρνω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄλαλος καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ τοῦ ὁποίου ὡς β΄ συνθετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ. 22 (1910) 252.
Σημασιολογία
Δίδω δείγματα ἀνοησίας, φαίνομαι μωρός, εἶμαι ἀνόητος. Τὸ παιδὶ ἀλαλοφέρνει. Συνών. βλακοφέρνω, κουτοφέρνω, μωροφέρνω, παλαβοφέρνω, τρελλοφέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA