ἀλαλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλαλώνω Ἤπ. ἀλαλώνου Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄλαλος.
Σημασιολογία
1)Καθιστῶ τινὰ ἄφωνον, φιμώνω. Συνών. ἀποστομώνω. 2)Μέσ. περιπίπτω εἰς σύγχυσιν καὶ ταραχήν: Ἀλαλώθ’κα κὶ δὲν τοὺν εἶδα. Πβ. ἀλαλιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA