ἀλαμάνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαμάνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλαμάνα ἡ, Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σηλυβρ.) Κωνπλ. Λέρ. Μεγίστ. Σάμ. Χίος κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1)Ὑποκάμισον χονδρὸν μαύρου χρώματος φορούμενον ὑπὸ τῶν ναυτικῶν ἔξωθεν τῶν ἄλλων φορεμάτων Μεγίστ. 2)Μέγα δίκτυον, διὰ τοῦ ὁποίου ἁλιεύονται αἱ παλαμύδες Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κωνπλ. 3)Εἶδος λέμβου ἁλιευτικῆς χρησιμοποιουμένης εἰς τὴν ἁλιείαν τῶν παλαμύδων Α.Ρουμελ.(Σωζόπ.) 4)Εἶδος βαρέος ἱστιοφόρου πλοίου χρησιμοποιουμένου συνήθως εἰς μεταφορὰν ὑδροπεπόνων, ἀπίων κττ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λέρ. Χίος κ.ἀ. 5)Δεξαμενὴ ἐσωτερικὴ ἐν ταῖς ἁλυκαῖς Θεσσ. 6)Πληθ. ἀλαμάνις, παιδιά τις ὁμοία πρὸς τὸν ἀρχαῖον κυνδαλισμὸν (Πολυδ. 9,120), ἥτις παίζεται ὡς ἑξῆς: Εἰς λάκκον περιέχοντα ὀλίγον ὕδωρ καὶ καλούμενον τσαλαμανε͜ιό, οἱ παῖκται διὰ τῶν ποδῶν ζυμώνουν τὸ χῶμα πρὸς παρασκευὴν πηλοῦ πυκνῆς συστάσεως, εἶτα δὲ ὀξύνοντες διὰ μαχαιρίου πασσαλίσκους ἀλαμάνις ὁμοίως καλουμένους ρίπτουν αὐτοὺς εἰς τὸ τσαλαμανε͜ιὸ προσπαθοῦντες νὰ τοὺς ἐμπήξουν βαθέως. Νικητὴς κρίνεται ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ὁ πασσαλίσκος εἰσεχώρησε βαθύτερον Σάμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA