ἀλανάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλανάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλανάριστος ἐπίθ. Ἤπ. Πελοπν. (Κορινθ. Λάκων. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀλανάριστους Μακεδ. Στερελλ. (Εὐρυταν.) κ.ἀ. ἀλονάριστος Σύμ. ἀλανάριγος Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. λαναριστὸς<λαναρίζω.
Σημασιολογία
1)Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἔξανέ τις, ὁ μὴ λαναρισθεὶς ἐπὶ ἐρίων ἔνθ’ ἀν. Μαλλὶ ἀλανάριστο Κορινθ. Λακων. Μαλλία ἀλανάριστα Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ. Ἀλανάριστον μαλλὶν ’κὶ κάμκεται (δὲν γνέθεται) αὐτόθ. Συνών. ἀλάναρος, ἄξαντος. 2) Μεταφ. ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὰ ἐνδύματα δὲν κατερρακώθησαν Σύμ.: Ἀλονάριστος δά ’ρτεν σήμ-μερο (ἦλθε σήμερον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA