αὐλίσκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αὐλίσκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

αὐλίσκι τό, Ἤπ. αὐλιˬόσκι Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. αὐλίσκος.

Σημασιολογία

Μικρὸς σωλὴν διὰ τοῦ ὁποίου ἐκρέει ὁ οἶνος ἐκ τῶν βυτίων ἢ τοῦ ληνοῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/